ΗΑRD ROCK - HEAVY METAL & SOUTHERN ROCK

ΗΑRD ROCK - HEAVY METAL & SOUTHERN ROCK
Πρέπει να ξέρετε ότι τα πραγματικά γνήσια καλά συγκροτήματα δεν ήταν λίγα, φαίνονται όμως λίγα μπροστά στις λεγεώνες των άχρηστων, καταστροφικών για την μουσική συγκροτημάτων. Υπήρχαν και θα υπάρχουν συγκροτήματα που φτιάχνουν προσωπικότητες αλλά και άλλα που τις χαλάνε, σκοπός μου θα είναι η θύμηση και η αναφορά φυσικά μόνο των πρώτων. Πάντως, θα ήθελα από εσάς να μην εκτιμήσετε την όποια δική μου προσφορά εδώ, αλλά μόνον την τεράστια προσφορά των συγκροτημάτων που παρουσιάζονται σε τούτο εδώ το blog. Μην ψάχνετε για συγκροτηματάκια της σειράς που ιδρώνουν, ή αγκομαχούν για να ακουστούν, μην ψάχνετε για τυποποιημένα μουσικά σχήματα. Δυστυχώς βγαίνουν-υπάρχουν πάρα πολλά σχήματα, που δεν λένε μουσικά, απολύτως τίποτα και τ' ανεχόμαστε μόνο και μόνο επειδή απλά υπάρχουν… Να λατρεύετε κ' να αγαπάτε το βαρύ σκληρό ήχο των 70’s και των 80’s, το τέλειο στο HΑRD ROCK, το απολύτως γνήσιο στο HEAVY METAL και τον ανόθευτο κλασικό ήχο στο SOUTHERΝ ROCK...

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Όσοι ακούνε Heavy Metal, νομίζω ότι πρέπει να έχουν κι όλα τα LPs των Molly Hatchet. Καταπληκτικά εξώφυλλα, τα οποία απεικονίζουν πάντα έναν επικίνδυνο, άγριο πολεμιστή. Σκληρό Southern Heavy/ Rock, Blues και Boogie σε συνδυασμό πάντα με ενέργεια και ένταση, με γρήγορα κιθαριστικά solos που πέφτουν ασταμάτητα, το ένα μετά το άλλο. Οι Molly Hatchet, παίζουν δυνατό σκληρό Boogie Rock με την κιθάρα προσανατολισμένη στο Southern Rock. Συγκροτήθηκαν το 1975, το αρχικό line-up τους, χαρακτηρίστηκε από τρείς κιθαρίστες, τους Dave Hlubek, Steve Holland, και Duane Roland, τον τραγουδιστή Danny Joe Brown, το μπασίστα Banner Thomas, και τον drummer Bruce Crump. Πήραν το όνομα Molly Hatchet από την ιστορία μιας κοπέλας (πόρνη), που ζούσε στο Salem τον 17ο αιώνα και έμεινε γνωστή σαν AbigailHatchet Molly”, γιατί αποκεφάλιζε τους εραστές της μ' ένα τσεκούρι, μετά την ερωτική πράξη... 

Κατέγραψαν και κυκλοφόρησαν το ομότιτλο ντεμπούτο δίσκο τους στα 1978, το οποίο έγινε γρήγορα πλατινένιο, η συνέχεια με το “Flirtin' With Disaster”, ήταν ακόμα πιο επιτυχημένη, πουλώντας πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Danny Joe Brown τους άφησε το 1980 μετά από τις συνεχείς περιοδείες, που έγιναν πολύ κουραστικές λόγο τις υγείας του, υπέφερε από διαβήτη. Αντικαταστάθηκε από τον Jimmy Farrar, για το δίσκο "Beatin’ The Odds”, αλλά η φωνή του Farrar ήταν λιγότερο αναγνωρίσιμη και με την εμπορική κλήση τους, άρχισε μια αργή παρακμή, για το συγκρότημα. Το συγκρότημα πειραματίστηκε στο “Take No Prisoners”, αλλά Farrar άφησε το σχήμα για solo καριέρα αμέσως μετά την κυκλοφορία του δίσκου. Ας δούμε όμως και λίγο το προσωπικό σχήμα του Danny. Οι Danny Joe Brown Band ιδρύθηκαν το 1980 και κράτησαν τη μουσική τους έμφαση, κοντά στην αρχική του στυλ του πρώην σχήματος του, από όπου είχε προέλθει. Ήταν επικεντρωμένοι κυρίως γύρω από τον τραγουδιστή τους, ενώ, το υπόλοιπο συγκρότημα αποτελούταν από τους Bobby Ingram (κιθάρα), Steve Wheeler (κιθάρα), Kenny McVay (κιθάρα), John Glavin (πλήκτρα), Buzzy Meekin (μπάσο) και Jimmy Glenn (τύμπανα). Μετά την διάλυση του solo σχήματος του Danny, αρχικά ο Bobby Ingram εμφανίζετε στους China Sky, ενώ, μετά τον βρίσκουμε στους Molly Hatchet να έχει ηγετικό ρόλο, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα ως ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός του group
Ο Brown επανασύνδεσε το συγκρότημα το 1982, αλλά στο ακόλουθο album, “No Guts… No Glory”, ο κιθαρίστας Hlubek, επέμεινε στην αναμόρφωση του μοντέρνου ήχου τους. Το μετέπειτα album, “The Deed Is Done”, είναι ένα απλό Pop/ Southern Rock album, το group πήρε κάποιο χρόνο μακριά από κυκλοφορίες μέχρι το 1985, τότε κυκλοφορεί το live album “Double Trouble Live”, με μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια τους. Επέστρεψαν το 1989, χωρίς τον Hlubek για έναν δίσκο απλό, γυαλισμένο και AOR το “Lightning Strikes Twice”. Ούτε καν, η σκληρή βάση των οπαδών του σχήματος, δεν αγόρασε αυτόν το δίσκο και έτσι διαλύθηκαν λίγο αργότερα. Θα ξαναενωθούν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάνοντας περιοδείες και κυκλοφορόντας το “Devil’s Canyon” το 1996, η πρώτη δισκογραφική δουλειά τους από το “Lightning Strikes Twice”. Συνεχίζοντας έτσι, για να ανακτήσουν το ύφος και την δόξα των χαμένων ημερών τους, θέτουν σε κυκλοφορία το 1998 το “Silent Reign Of Heroes” και στη συνέχεια το “Kingdom Of XII”, στις αρχές του 2001. Ένας μεγάλος αριθμός ζωντανών ηχογραφήσεων εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, καθώς και studios albums, το “Warriors Of The Rainbow Bridge” κυκλοφόρησε το 2005, ενώ, το 13ο album τους, το “Justice”, εμφανίστηκε το 2010, αυτό ήταν και το τελευταίο studio album τους, μέχρι και σήμερα (2024). Ο ήχος τους ειδικά στα πρώτα πρώιμα χρόνια, είναι η τέλεια μουσική για να την ακούτε όταν οδηγείτε μέσα στην πόλη ή όχι, μ’ ένα από τα εξώφυλλα του album τους, στο πλάι. 

STUDIO ALBUMS ONE-BY-ONE 

Για πολλοστή φορά ακούω ξανά όλα τα studio albums που ηχογράφησε αυτό το group, έτσι, επανεκτιμάμε τη μουσική τους καριέρα, ακούγοντας ξανά και ξανά τους δίσκους του ιστορικού αυτού σχήματος. Ένα flash-back λοιπόν, σε όλα τα studio albums τους, μοιάζει με μια βουτιά στο μουσικό παρελθόν τους. Ας δούμε όμως, ένα προς ένα όλα τα album που έκαναν οι Molly Hatchet. Στις παρακάτω παρουσιάσεις των δίσκων, θα προσπαθήσω να σας δώσω μια ιδέα για το πώς εξελίχθησαν καλλιτεχνικά και ποιο είναι το μουσικό περιεχόμενο καθενός από αυτά τα album. Επανεκτιμάμε λοιπόν, τη μουσική τους καριέρα, ακούγοντας ξανά και ξανά τα albums τους σε βινύλιο… έτσι, για την καλύτερη μέγιστη ηχητική απόδοση. Δυστυχώς, όλα τα αρχικά μέλη του group, έχουν πεθάνει… Danny Joe Brown (24-August-1951 ~ 10-March-2005), Duane Roland (3-December-1953 ~ 19-June-2006), Bruce Crump (17-July-1957 ~ 16-March-2015), Banner Thomas (6-September-1956 ~ 10-April-2017), Dave Hlubek (28-August-1951 ~ 3-September-2017), Steve Holland (22-February-1954 ~ 2-August-2020. Αλλά και άλλα μέλη του group, έχουν αποδημήσει… Jimmy Farrar (8-December-1950 ~ 29-October-2018), Riff West (13-April-1950 ~ 19-November-2014) & Phil McCormack (1960 ~ 26-April-2019).

 

MOLLY HATCHET

(September 1978)

SIDE I: “Bounty Hunter”, “Gator Country”, “Big Apple”, “The Creeper”, “The Price You Pay”.  

SIDE II: “Dreams I'll Never See”, “I'll Be Running”, “Cheating Woman”, “Trust Your Old Friend”.

GROUP: Danny Joe Brown – Vocals, Duane Roland – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Steve Holland – Guitar, Banner Thomas – Bass & Bruce Crump – Drums.

Όταν Molly Hatchet μας χτύπησαν με το τσεκούρι τους, τα κεφάλια μας άρχισαν να κυλούν, βγήκαν από το ζεστό και υγρό Jacksonville (Florida), με πολύ τσαμπουκά και χτύπησαν στον κώλο, όλους όσοι νόμισαν ότι το Southern Rock, είχε πεθάνει. Η θορυβώδης αντρική παντελονάτη μουσική τους, ακουμπούσε έντονα πάνω στους θρυλικούς Allman Brothers Band, Lynyrd Skynyrd και Outlaws. Μπροστά με τον δυναμικό τραγουδιστή Danny Joe Brown και με τους τρεις κιθαρίστες Dave Hlubek, Duane Roland και Steve Holland, τα αγόρια μας την έπεσαν με το σφυρί για τα καλά και με πολύ εξουσία, στο ομώνυμο ντεμπούτο LP τους. Υπέγραψαν με την Epic Records το 1977 και σε παραγωγή του Tom Werman, τα εννέα τραγούδι που κυκλοφόρησαν, βρίσκουν τους Hatchet να κυματίζουν περήφανα τη σημαία του Νότου. Οι ασυνήθιστοι μουσικά για την εποχή Hatchet, σημείωσαν με την πρώτη τους κιόλας κυκλοφορία, επιτυχία. Με το μακροσκελές “Gator Country”, καθώς και την επίθεση των “The Creeper”, “Big Apple”, αλλά και με την εγκάρδια επτάλεπτη διασκευή του “Dreams I'll Never See”. Οι Molly “Redneck Power” Hatchet, αντιπροσώπευαν την σκληρή πλευρά και την ενέργεια του Νότιου Hard Rock. Μ’ ένα μπουκάλι Jack Daniels στο ένα χέρι και στο άλλο το μικρόφωνο, ο Danny στοίχειωνε τη μουσική του Νότου, με το γρέζι στη φωνή του, ανεβάστε την ένταση στο full, για να καταλάβετε την διαφορά, από άλλους τραγουδιστές. Το πρώτο album τους παραμένει, ακόμη το αγαπημένο μου, γιατί είναι απλό, χωρίς ανοησίες από πλευράς κιθάρας, ένας δίσκος που παίζεται με αυτοπεποίθηση και καρδιά. Είναι αβίαστο και τροφοδοτείται από ένα τρίπτυχο lead κιθάρας, που καταφέρνει να παραμένει ελεγχόμενο και ποτέ δεν κατακλύζει το κρίσιμο τμήμα του ρυθμού, του συγκροτήματος, δεν είναι ποτέ περιττό. Το συγκρότημα πήγε στη Βρετανία για να προωθήσει αυτό το album και κατέληξε να παίζει σ’ ένα από τα μεγαλύτερα υπαίθρια festival εκείνη τη χρονιά, του 1978. Έλαβαν διθυραμβικές κριτικές για την απόδοση τους, στο “Bounty Hunter”, ένα υπέροχο Βoogie τραγούδι. Το συγκρότημα παραδέχεται ανοιχτά το χρέος του προς τους Skynyrd. Το ομότιτλο ντεμπούτο album τους, αναμιγνύει στα ίσα μέρη το Βluesy Μetal των Foghat και του Southern Βoogie Rock, με υπέροχο αποτελέσματα, οι κιθάρες παίζουν η μία με την άλλη σε απόλυτη αρμονία και ο τραχύς βαρύτονος τραγουδιστής, μιλάει για μια σκληρή ζωή γεμάτη με διακυμάνσεις, πότε πάνω και πότε κάτω…

 

FLIRTIN' WIH DISASTER

(September 1979)

SIDE I: “Whiskey Man”, “It's All Over Now”, “One Man's Pleasure”, “Jukin' City”, “Boogie No More”.

SIDE II: “Flirtin' With Disaster”, “Good Rockin'”, “Gunsmoke”, “Long Time”, “Let The Good Times Roll”.

GROUP: Danny Joe Brown – Vocals, Duane Roland – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Steve Holland – Guitar, Banner Thomas – Bass & Bruce Crump – Drums.

Οι απίστευτες εικόνες των albums, μας έχουν σημαδεύσει για τα καλά… ο στυγερός και αιμοσταγής πολεμιστής έχει κατέβει από το άλογο και με το τσεκούρι έρχεται κατά πάνω μας. Τα εξώφυλλα των albums τους, ποτέ δεν ήταν παραπλανητικά, όπως και των Manowar, εξυμνούσαν τα ιδανικά της φαντασίας και του θρύλου, των ευγενών Ιπποτών και των αιματηρών μαχών. Οι Molly Hatchet, μουσικά προώθησαν τη νοοτροπία Βoogie 'til you drop των Black Oak Arkansas ή των Lynyrd Skynyrd, τίτλοι όπως τα… “Whisky Man”, “Good Rockin'”, “Let The Good Times Roll” και “Boogie No More”, ακούγονται σαν να ηχογραφήθηκαν μέσα από μια θολή ομίχλη, αλλά το εξώφυλλο του album, έχει κάτι από αυτό το μυστήριο. Αυτό είναι ένα συγκρότημα που γεννήθηκε για να παίζει τέτοια τραγούδια, είναι η τέλεια αίσθηση για τη μουσική τους και ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τα λασπωμένα φωνητικά του Danny. Αλλά θα έφευγε μετά από αυτή την δισκογραφική προσπάθεια, μια πολύ κακή κίνηση σε όλους τους τομείς. Τα κυριότερα σημεία τούτου του album, είναι και τα απίστευτα κιθαριστικά δρώμενα των κιθαριστών του συγκροτήματος, σε πιο παραδοσιακά Hard Rock μονοπάτια. Με τον Tom Werman, να χειρίζεται ξανά την παραγωγή, τα αγόρια των Molly Hatchet, πολύ εύστοχα άνοιξαν το LP, με το “Whiskey Man”, κουνώντας περήφανα γι’ άλλη μια φορά την σημαία της Νότιας επανάστασης και  δείχνοντας πως είναι οι επόμενοι Νότιοι Rock αδερφοί μας. Οι σφενδονιστές της κιθάρας, Dave Hlubek, Steve Holland και Duane Roland, μας έπεισαν καθ' όλη την διάρκεια των 38 λεπτών του δίσκου, ότι είναι οι επόμενοι κιθαριστικοί ήρωες. Σε τραγούδια όπως τα… “Flirtin' With Disaster”, “Gunsmoke”, “Long Time”, έχουν πολύ ομαδικό πνεύμα. Ένα μοναδικά αποφασιστικό σκληρό Southern Rock 'N' Roll album, με τρεις κιθαρίστες που περιμένουν να κάνουν μάχη και να μας ξεσηκώσουν στην πιο καθαρή απόλαυση, ακόμη κι αν ο ήχος τους είναι λίγο πιο «σκληρός», από ότι ήταν η εποχή (disco), τι πειράζει;… Πραγματικά ζωηρό συγκρότημα με διάχυτο αντρισμό στη φωνή, στην κιθάρα τα solo ένα μετά το άλλο είναι τρέλα. Πραγματικά, η σύνθεση τραγουδιών γενικά είναι αρκετά καλή και η δημιουργικότητα των drums, αλλά οι μονομαχίες από τις τρεις κιθάρες, μας δίνουν ένα διαρκές τράνταγμα μοναδικής πρωτοτυπίας, σε όλη την διάρκεια του LP. Και φυσικά συνεχίζουν ακάθεκτοι να κοσμούν τα εξώφυλλα των δίσκων τους, με πινάκες ζωγραφικής του Frank Frazetta.

 

BEATIN' THE ODDS

(1980)

SIDE I: “Beatin' The Odds”, “Double Talker”, “The Rambler”, “Sailor”.

SIDE II: “Dead And Gone”, “Few And Far Between”, “Penthouse Pauper”, “Get Her Back”, “Poison Pen”.

GROUP: Jimmy Farrar – Vocals, Duane Roland – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Steve Holland – Guitar, Banner Thomas – Bass & Bruce Crump – Drums.

Με τον τραγουδιστή Danny Joe Brown να εγκαταλείπει τις τάξεις του group, λόγο υγείας (διαβήτης). Οι Molly Hatchet, συνέχισαν με τον Jimmy Farrar, πίσω από το μικρόφωνο και να αναλαμβάνει ως ο νέος τραγουδιστής. Για άλλη μια φορά συνεργαζόμενοι με τον παραγωγό Tom Werman, δεν παρέκκλιναν από την προηγούμενη δουλειά τους, καθώς το συγκρότημα μπήκε στο 1980 με την κυκλοφορία του “Beatin' The Odds”. Αν και τα φωνητικά του Farrar, δεν είναι τόσο σκληρά όσο του Brown, εξακολουθεί να είναι ένας ικανός αντικαταστάτης πίσω από το μικρόφωνο, καθώς και να συνεισφέρει στη συγγραφή τραγουδιών σε ένα ζευγάρι από αυτά. Ο Farrar συνέγραψε το “Dead And Gone”, το οποίο ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του LP, η άλλη συγγραφική του συνεισφορά ήταν το “The Rambler”. Επίσης, αυτά τα δύο τραγούδια κυκλοφόρησαν το καθένα κι ως single. Στο τρίτο τους album λοιπόν, το group αντικαθιστά τον βαρύτονο Joe Brown με τον αντρικό τενόρο Farrar, άλλαξε κάτι αισθητά σε αυτό;… στα φωνητικά όχι και τόσο, αλλά και η μουσική μίξη του συγκροτήματος, μέσα από τους Foghat και τους Outlaws, παραμένει άθικτη. Καλό album, αλλά η γνώμη μου, ένα βήμα πίσω σε σύγκριση με τα δύο πρώτα δισκογραφικά τους έργα. Ο Jimmy Farrar αντικατέστησε τον Danny Joe Brown μεταξύ 1980 και 1982, όχι πραγματικά δεν είναι ένας κακός τραγουδιστής, αλλά είναι χωρίς την μαγεία που σου έβγαζε ο Danny. Ο δίσκος έχει ένα συμπαγές Νότιο Βoogie, με εξαιρετικές μολύβδινες κιθάρες και μέτρια χρήση πλήκτρων, υπάρχει κάτι το παρήγορο σε ένα group που αρνείται να σκεφτεί την όποια μουσική αλλαγή. Τουλάχιστον ξέρετε πού βρίσκεστε και τι να περιμένετε. Το “Beatin' The Odds”, έχει τα ίδια ακατέργαστα μουσικά θέματα, χωρίς περιττές φανφάρες κι ούτε περικοπές στο σκληρό Southern Βoogie, που τους καθιέρωσε. Από τα ηχεία βγαίνει μια μουσική μιας άλλης εποχής και όλα είναι καλά στον κόσμο, που ζούμε. Ένα συγκρότημα που πολύ θα ήθελα να το είχα δει live, αλλά όχι στην απαθή ατμόσφαιρα ενός γηπέδου, αλλά μάλλον σε κάποιο club, περιτριγυρισμένος από άντρες που πίνουν μπύρα και ουίσκι, εκεί, ανήκουν οι Molly Hatchet. Παρόλο που το στυλ τους δεν ήταν σε στασιμότητα, υπήρξε μια πτώση στην ποιότητα, μέσα στα επόμενα χρόνια. Ένα συγκρότημα σαν αυτό, εξαρτάται αποκλειστικά από τη μουσική του για να ανεβάσει και να σαγηνεύσει το κοινό του. Αυτή η δολοφονική επίθεση, με τρεις κιθάρες, απλά ακούγεται τόσο δηλητηριώδης και ως εκ τούτου τα… “Double Talker”, “Dead And Gone”, “Few And Far Between” και “The Rambler”, αξίζουν τον κόπο να τα ακούσετε

 

TAKE NO PRISONERS

(November 1981)

SIDE I: “Bloody Reunion”, “Respect Me In The Morning”, “Long Tall Sally”, “Loss Of Control”, “All Mine”.

SIDE II: “Lady Luck”, “Power Play”, “Don't Mess Around”, “Don't Leave Me Lonely”, “Dead Giveaway”.

GROUP: Jimmy Farrar – Vocals, Duane Roland – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Steve Holland – Guitar, Banner Thomas – Bass & Bruce Crump – Drums.

Ίδια σύνθεση και ίδιος παραγωγός. Αυτό ίσως, να είναι το πιο σκληρό από τα Νότια Rock της εποχής, αλλά και του ίδιου του συγκροτήματος, γιατί έχει πολύ κομψά και πειστικά φωνητικά από τον Farrar. Το “All Mine”, το “Power Play” και το Bloody Reunion”, θα είναι για πάντα συναρπαστικά και ταυτόχρονα εμπορικά υπέροχα. Για όσους είναι νοσταλγοί των άρχων της δεκαετίας του 1980 στο Southern Rock και επιδιώκουν να γυρίσουν εκεί πίσω, εδώ αυτό το album, είναι που μπορεί να τους βοηθήσει να επιστρέψουν νοητά, εκεί… Αυτό το κλασικό Molly Hatchet LP, σε αντίθεση με τους συνομηλίκους τους, μια από τις ιδιαιτερότητες αυτών των μακρυμάλληδων ανδρών είναι ότι τα εξώφυλλα τους, αποτελούνται από μια τέχνη πιο κοντά σε αυτή των Manowar, από ότι συνήθως παρουσιάζουν οι άλλοι Νότιοι συμπολεμιστές τους, οπότε αν δείτε ένα δικό τους album μην μπερδεύεστε που δεν είναι τόσο βαρύ, όσο είναι οι βασιλιάδες του Epic Metal. Επειδή έχουμε να κάνουμε μ’ ένα παραδοσιακό album της δεκαετίας του 1980, για όσους δεν ξέρουν τους Hatchet, η μουσική τους είναι τυπική, σαν ενός bar σε ταινία western, ας πούμε λόγου χάρη. Είναι ένα βήμα μακριά από το να είναι Country Rock, αλλά είναι πολύ πιο διασκεδαστικό και προσανατολισμένο σε μια αίσθηση Βoggie, με πολλές κιθάρες μπροστά, που του δίνουν μια μουσική προσέγγιση προς στο Hard Rock. Αν και οι Molly Hatchet, δεν απολάμβαναν ποτέ την ίδια φήμη με άλλα γνωστά Southern Rock συγκροτήματα, μουσικά έχουν την ίδια ποιότητα και επαγγελματισμό, που τους επέτρεψε να κυκλοφορήσουν πολλά albums, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων επιτυχιών σε όλη την ιστορία τους. Αυτό είναι το δεύτερο και τελευταίο album που ηχογραφήθηκε με τον Farrar, Νότιο σκληρό Βoogie Rock, επηρεασμένο από στέρεες κιθάρες. Ωραίο album, αλλά όχι στα ίδια επίπεδα με τις πρώτες τους δουλειές, από ένα υπέροχο συγκρότημα. Το τραγούδι “Bloody Reunion” για μένα, πάντα ήταν ένας αδικημένος Southern Rock ύμνος.

 

NO GUTS... NO GLORY

(March 1983)

SIDE I: “What Does It Matter?”, “Ain't Even Close”, “Sweet Dixie”, “Fall Of The Peacemakers”.

SIDE II: “What's It Gonna Take?”, “Kinda Like Love”, “Under The Gun”, “On The Prowl”, “Both Sides”.

GROUP: Danny Joe Brown – Vocals, Duane Roland – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Steve Holland – Guitar, Riff West – Bass & B.B. Borden – Drums.

Ξανά, με τον μεγάλο «κακό» Joe Brown πίσω και με το όπλο (μικρόφωνο), στα χέρια του για άλλη μια φορά, το συγκρότημα κυκλοφόρησε τούτο το album. Ο Danny, έχασε λίγο από την αίγλη του, κατά τη διάρκεια της παύσης του από το group, καθώς, ο Farrar κρατούσε ψηλά την σημαία του Νότου, στο φρούριο του group. Άλλα ο Danny πρόλαβε όμως, να κάνει κι ένα solo album, το 1982, πριν επιστρέψει πίσω, στους παλιούς του φίλους. Εκ νέου, τέρμα τα γκάζια και ο τραχύς φωνητικός σωλήνας του Danny, ενισχύεται με την επίθεση από τις τρεις κιθάρες των δολοφονικών Roland, Hlubek και Holland καθώς το σφιχτό τρίο, κλειδώνει κιθαριστικά την πλειονότητα των εννέα τραγουδιών του, “No Guts… No Glory”. Σε παραγωγή του πάντα σταθερού Tom Werman, το νέο album παρουσίασε κι ένα νέο τμήμα μουσικών στο line-up, καθώς, ο μπασίστας Riff West και ο drummer B.B. Borden, έκαναν το ντεμπούτο τους. Το cover του album, δεν έχει πια έναν πινάκα ζωγραφικής από τον Frazetta, αλλά ένα στιγμιότυπο με το συγκρότημα να περπάτα σ’ έναν σκονισμένο δρόμο, με ρούχα εποχής στην παλιά θρυλική Άγρια Δύση. Το άνοιγμα του album γίνετε με το “What Does It Matter?”, που μοιάζει με Blackfoot, που βρυχάται με το σκληρό Southern Βoogie του, το οποίο αποκτά μια ατμόσφαιρα κι από Lynyrd Skynyrd. Η πλευρά του δίσκου, κλείνει με πολύ εκδίκηση, με το οκτάλεπτο “Fall Of The Peacemakers”. Ένα επικό τραγούδι, γραμμένο από τον Hlubek, όπου τραβά αμέσως την προσοχή για το καθηλωτικό έργο της κιθάρας. Το εν λόγο τραγούδι, είναι ένα από τα καλύτερα Νότια Rock songs που ηχογραφήθηκε ποτέ… επισκιασμένο μόνο από τους Blackfoot και το “Highway Song”, τους ZZ Top και το “La Grange” τους Allman Brothers Band και το “Ramblin' Man” και φυσικά τους Lynyrd Skynyrd και το “Free Bird”. Κατά την άποψη μου, όμως θα έβαζα και τα… “Green Grass And High Tides” των Outlaws και το Penthouse Pauperτων Point Blank, μέσα στους παραπάνω ύμνους… που οπωσδήποτε δικαιολογούν αυτή την συμπερίληψη. Το “No Guts… No Glory”, δεν αποτελεί κάποια μεγάλη έκπληξη έχει και κάποια πιο αδύναμα τραγούδια από ολόκληρη την ηχογράφηση, όπως το μελωδικό “Kinda Like Love”. Αντίθετα, το Under The Gun” έχει όλους τους κανόνες του παιχνιδιού και επίσης, το θανατηφόρο “On The Prowl”. Μια πεντάλεπτη σύνθεση, το “Both Sides”, φέρνει ένα δυναμικό κλείσιμο, όπου η δουλειά της κιθάρας να φέρνει στο μυαλό τους Outlaws. Γενικά το “No Guts… No Glory”, είναι ένα εξαιρετικό Νότιο Rock album, με καταπληκτικές κιθάρες, αυτοί οι τύποι είναι στο ίδιο επίπεδο με τους Skynyrd, τους Outlaws και τους Blackfoot και μερικές φορές θα έλεγα ότι τους ξεπερνούν. Αν σας αρέσει το καλά παιγμένο Rockin’ Southern Blues, θα σας αρέσει κι αυτό. Το “Fall Of The Peacemakers”, το ξανά λέω είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους, μια ατμοσφαιρική ημι-μπαλάντα με υπέροχα solo κιθάρας. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω, που πιστεύουν ότι το “Freebird”, είναι το καλύτερο Nότιο Rock τραγούδι που γράφτηκε ποτέ, ίσως όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μην έχουν ακούσει ποτέ το “Fall Of The Peacemakers”. Ακούστε το πρώτα και μετά εκφέρεται την όποια γνώμη σας…

 

THE DEED IS DONE

(November 1984)

SIDE I: “Satisfied Man”, “Backstabber”, “She Does She Does”, “Intro Piece”, “Stone In You Heart”.

SIDE II: “Man On The Run”, “Good Smoke And Whiskey”, “Heartbreak Radio”, “I Ain't Got You”, “Straight Shooter”, “Song For The Children”.

GROUP: Danny Joe Brown – Vocals, Duane Roland – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Riff West – Bass, Bruce Crump – Drums & John Galvin – Keyboards.

Άλλη μια νέα δισκογραφική δουλειά από τους Hatchet, που μας φέρνει τις έξης αλλαγές, ξανά έρχεται ο drummer Bruce Crump, ενώ, φεύγει ένας εκ των τριών κιθαριστών (Steve Holland) κι έρχεται ένας πιανίστας (John Galvin). Στο “The Deed Is Done”, υπάρχει μια σαφέστερη επιρροή του AOR, που χτύπησε τόσο πολύ στα μέσα της καλύτερης δεκαετίας, τη μουσική ιστορία. Αν έχετε την ευκαιρία να δείτε μερικες φωτογραφίες της εποχής είναι αρκετά διαφορετικές από τις άλλες αυτών των μακρυμάλληδων ανδρών, αλλά όχι τόσο γενειοφόροι όσο οι ZZ Top. Για κάποιους είναι πολύ ξεκάθαρο, ότι τότε στην μουσική του Νότιου Rock, οι πιο διάσημοι ήταν οι ZZ Top, όχι μόνο συνεισφέρουν μια ιδιαιτερότητα στο στυλ της μουσικής, αλλά και οι τραγουδιστές έχουν συνήθως ένα μεσαίο τόνο φωνής, μακριά από το να είναι υψηλών τόνων, με μάλλον μαλακά και μεσαία βραχνά φωνητικά. Το album ακούγεται καλό, αλλά ως ιδιαιτερότητα πάσχει από έναν μονότονο μάλλον Rock ήχο, όπως συνέβαινε τότε σε μερικά album αυτού του υπό στυλ, του Southern Rock, για πολλούς θα μπορούσε να είναι λίγο βαρετό. Αλλά για όσους είναι λάτρεις των Survivor, ή τύπου AOR όπως όλα εκείνα τα συγκροτήματα που είχαν αντίκτυπο σε αυτή τη μουσική σκηνή, θα λατρέψετε αυτό το album. Για παράδειγμα, ας πούμε τα drums ακούγονται με πολύ πιο εφέ, από το ότι να είναι πραγματικά, αν και ο ήχος του group επίσης, δεν παραμελεί τη μουσική δομή και στέλνει περιστασιακά κύματα από Βoogie Rock. Οι Molly Hatchet, εκείνη την εποχη, όπως και πολλά άλλα Νότια Rock συγκροτήματα, αποφάσισαν να κινηθούν προς μια πιο μελωδική Rock κατεύθυνση. Σε αυτό το album, του 1984, προσφέρουν ένα πιο κομψό Νότιο Βoogie Rock αναμεμειγμένο με AOR. Το “Stone In Your Heart”, είναι ένα πολύ ωραίο τραγούδι με προσανατολισμό κυρίως για το FM ραδιόφωνο, όπως και το “Satisfied Man”. Ως album είναι από τα καλά τους, με μια σειρά από νόστιμα τραγούδια, τότε είχαν τα πάνω και τα κάτω τους, αλλά εδώ ήταν λίγο προς τα πάνω τους. Η σύνθεση των τραγουδιών σώζει κάπως τον δίσκο,  σε κάποιο βαθμό, ακούγονται ελαφρώς αλλαγμένοι ως η πιο σκληρή εκδοχή των Survivor, παρά ως ένα Νότιο Ηard Rock, που ήταν στα πρώτα τους LP. Ναι, για την δεκαετία του 1980, το “Satisfied Man” και το “Man On The Run”, είναι τέλεια…

 

LIGHTNING STRIKES TWICE

(August 1989)

SIDE I: “Take Miss Lucy Home”, “There Goes The Neighborhood”, “No Room On The Crew”, “Find Somebody New”, “The Big Payback”.  

SIDE II: “I Can't Be Watching You”, “Goodbye To Love”, “Hide Your Heart”, “What's The Story, Old Glory”, “Heart Of My Soul”.

GROUP: Danny Joe Brown – Vocals, Duane Roland – Guitar, Bobby Ingram – Guitar, Riff West – Bass, Bruce Crump – Drums & John Galvin – Keyboards.

Οι Molly Hatchet, παρουσιάστηκαν από τότε μουσικό τύπο, ως ένα Metal συγκρότημα της δεκαετίας του 1980… και ναι παραδόξως, αυτό δούλεψε ως πληροφορία σε κάποιους που δεν τους είχαν ακούσει πιο παλιά. Το “Lightning Stikes Twice”, θεωρήθηκε από πολλούς ως ο καλύτερος δίσκος τους, από την εποχή του “Flirtin' With Disaster”, γελάστε φραγκόκοτες, αν και συνειδητοποιώ ότι αυτό δεν λέει και πολλά σε όσους τους γνωρίζουν, από παλιά. Κάποια από τα τραγούδια ναι είναι πολύ γυαλισμένα για να ακούγονται ως μελωδικά Hard Rock. Ναι, ακούγονταν πολύ καλά, ακόμα κι αν τα υπόλοιπα έχουν κάποια Nότια Hard Rock υποδομή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Διασκευάζουν και το “Hide Your Heart”, που ήταν ένα τραγούδι των KISS αρχικά προοριζόταν για το album τους “Crazy Nights”, αν και δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο τους μέχρι να το βάλουν τελικά στο “Hot In The Shade”. Αλλά νωρίτερα είχε ήδη κυκλοφορήσει από τους Bonnie Tyler, Robin Beck, Ace Frehley και τους Molly Hatchet. Το 1989 ήταν σίγουρα μια ενδιαφέρουσα χρονιά, το πρώτο μισό αυτού του album εξακολουθεί να ακούγεται σαν ένα Νότιο σκληρό Rock στα τέλη της δεκαετίας. Το “I Can't Be Watching You” και το “Goodbye To Love”, εξακολουθούν να ακούγονται πολύ καλύτερα, απορρίπτοντας κάποιες αρνητικές μουσικές τάσεις, όλο το album, τηρουμένων των αναλόγιων είναι ωραίο. Ίσως κάποιοι να αγόρασαν αυτό το album, γιατί είναι μεγάλοι fan των KISS και το έκαναν για την διασκευή του “Hide Your Heart”. Μετά από το album, οι Hatchet έμειναν στον πάγο για 7 ολόκληρα χρόνια.

 

DEVIL’S CANYON

(June 1996)

SIDE I: “Down From The Mountain”, “Rolling Thunder”, “Devil's Canyon”.

SIDE II: “Heartless Land”, “Never Say Never”, “Tatanka”.

SIDE III: “Come Hell Or High Water”, “The Look In Your Eyes”, “Eat Your Heart Out”.  

SIDE IV: “The Journey”, “Dreams I'll Never See”, “Bloody Reunion” (Bonus Track).

GROUP: Phil McCormack – Vocals, Bobby Ingram – Guitar, Bryan Bassett – Guitar, Andy McKinney – Bass, Mac Crawford – Drums & John Galvin – Keyboards.

Το “Devil's Canyon”, ήταν η αρχή της επιστροφής του συγκροτήματος στις ηχογραφήσεις μετά από επτά χρόνια, μακριά από το κοινό τους. Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στις τάξεις τους, από τους σχετικά παλιούς της δεύτερης φουρνιάς, έχουν μείνει μόνον οι Bobby Ingram και John Galvin. Αλλά, δεν υπάρχει κανένα από τα αρχικά μέλη του group, παρά μόνο ο Danny Joe Brown, όπου έχει γράψει ένα τραγούδι για τον δίσκο, ενώ, κατά καιρούς κάνει και κάποια δευτέρα φωνητικά. Οπότε οι Bobby Ingram και John Galvin, παίρνουν καλώς ή κακώς τα ηνία του συγκροτήματος στα χέρια τους, σαν οι πιο παλιοί. Δεν είναι ως album και τόσο συνεπές, όσο οι πιο παλιάς δουλειές τους εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αρχές της δεκαετίας του 1980, ή οι δίσκοι που θα έκαναν αργότερα… Αλλά, έχει μερικά υπέροχα τραγούδια που παραπέμπουν στην Παλιά Άγρια Δύση, που έχουν κάποιο πάθος και καλές συνθετικές λεπτομέρειες, όπως το “Tatanka”. Αν σας αρέσουν οι Molly Hatchet, το “Devil's Canyon”, είναι ένα καλό album  επανασύνδεσης και το τελευταίο που εμφανίζεται ο τραγουδιστής Danny Joe Brown. Ο ήχος τους, είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένος πια προς ένα δυνατό και στιβαρό Νότιο Ηard Rock, με λαμπρές κιθάρες. Η επανένωση του νέου πια group, δεν είναι ντροπή, αλλά δεν είναι και καμία σπουδαία επιστροφή στον παλιό καλό ήχο. Στη μουσική του φόρμα, το συγκρότημα ακούγεται επαγγελματικό και ολοκληρωμένο, ικανό να εκτελέσει τα Βluesy riff του, αλλά τα τραγούδια δεν είναι αξιομνημόνευτα. Με άλλα λόγια, το συγκρότημα ακούγεται καλύτερα από το αναμενόμενο, αλλά η έλλειψη καλών τραγουδιών το καθιστά μια περιττή αγορά για τον οποιονδήποτε, εκτός από τους σκληροπυρηνικούς fans. Αξίζει να του κάνετε την τιμή μόνο και μόνο για να ακούσετε το ωραίο ημι-ακουστικό ριμέικ στο “Dreams I'll Never See” των Allman Brothers Band. Αρχικά, κυκλοφόρησε σε CD το 1996, ενώ, σε διπλό βινύλιο το 2010, με την extra προσθήκη του Bloody Reunion”, ως bonus track.

 

SILENT REIGN OF HEROES

(June 1998)

SIDE I: “Mississippi Moon Dog”, “World Of Trouble”, “Silent Reign Of Heroes”.

SIDE II: “Miss Saturday Night”, “Blue Thunder”, “Just Remember (You're The Only One)”.

SIDE III: “Junk Yard Dawg”, “Dead And Gone (Redneck Song)”, “Saddle Tramp”.

SIDE IV: “Fall Of The Peacemakers”, “Whiskey Man” (bonus track), “One Man's Pleasure” (bonus track).

GROUP: Phil McCormack – Vocals, Bobby Ingram – Guitar, Bryan Bassett – Guitar, Andy McKinney – Bass, Mac Crawford – Drums & John Galvin – Keyboards.

Το “Silent Reign Of Heroes”, ως album έχει την ίδια ακριβώς σύνθεση με το προηγούμενο και η παραγωγή ανήκει και πάλι στον Bobby Ingram. Παρόλο που κανένα από τα αρχικά μέλη, πια δεν είναι παρόν, αυτό για κάποιους ίσως να μην είναι θέμα, καθώς ο ήχος του συγκροτήματος ήταν πάντα ο πιο σημαντικός, αλλά, για μένα είναι θέμα… Πολλά από τα τραγούδια εδώ, ασχολούνται με το θέμα της επιβίωσης από την πυρκαγιά, το οποίο είναι ένα θέμα, που λίγα συγκροτήματα μπορούν να χειριστούν τόσο καλά όσο οι Molly Hatchet. Η ποιότητα των studio ηχογραφήσεων τους έχει αρχίσει να πέφτει λίγο, αν πάλι σας ενδιαφέρει με οποιονδήποτε τρόπο να τους ακούσετε, θα σας συμβούλευα να αρχίσετε από τα πρώτα πέντε ή έξι δισκογραφικά έργα τους. Στην δεκαετία του 1990 έχουν «καεί», τουλάχιστον στα studio albums, αφού δεν έχουν απομείνει αρχικά μέλη, μουσικά δεν έχουν καμία εξέλιξη και πολλοί τους χαρακτηρίζουν Γερμανό-South, αφού μόνον εκεί τους ακούν πια… αλλά και εκεί έχουν δισκογραφικό συμβόλαιο. Ως καλόπιστος Νότιος Rock fan, ενθουσιάστηκα όταν πήρα αυτό το CD στα χέρια μου για πρώτη φορά, ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι ένιωσα κάποια ανατριχίλα αφού δεν άκουσα κάποιο νέο ήχο από το συγκρότημα. Χωρίς να υπάρχει κανένα μέλος από την αρχική σύνθεση του group, ήμουν πολύ δύσπιστος με το τι θα ακούσω, η ανησυχία μου ήταν λίγο μάταιη γιατί η μαγεία ήταν σχετικά ακόμα εκεί… Ναι, είναι διαφορετική, αλλά σίγουρα παρούσα. Το νέο συγκρότημα παραμένει πιστό και βασίζεται στον ήχο που ξεκίνησε από το προηγούμενο του album, στην πραγματικότητα αυτό το δισκογραφικό έργο, χωρίς να είναι το πιο αληθινό τους, ακούγεται. Το “Silent Reign Of Heroes”, ξεκινάει όμορφα με το βαρύ Boogie “Mississippi Moon Dog” μια βρώμικη μελωδία, o υπόλοιπος δίσκος κυλά ομαλά και απρόσκοπτα μέσα από μια αριστοτεχνική ποικιλία τραγουδιών. Υπάρχουν κάποιες βαριές μελωδίες, κάποιες Βluesy μελωδίες, κάποιες Rockin' σοβαρές μελωδίες, κάποιες Metal μελωδίες. Aκόμη υπάρχει κι ένα ριμέικ στο παλιό επικό κλασικό τους τραγούδι, “Fall Of The Peacemakers”. Ναι, δείχνουν ξεκάθαρα ότι είναι τέλειοι επαγγελματίες και έμπειροι, εντυπωσιακά είναι και τα φωνητικά του Phil McCormack, του οποίου η γεμάτη ουίσκι φωνή είναι εκπληκτική, στην καθαρή Νότια προφορά του. Είναι μια καλή προσθήκη στην κληρονομιά των τραγουδιστών του group, η φωνή του πέφτει κάπου ανάμεσα σε εκείνη του αυθεντικού τραγουδιστή Danny Joe Brown, του οποίου το γεμάτο ψυχή τραγούδι καθόρισε το μεγαλύτερο μέρος του συγκροτήματος. Αλλά και του Jimmy Farrar, του οποίου η σκληρή και ξεκάθαρη απόδοση ήταν γεμάτη επιθετικότητα. Οποιοσδήποτε λάτρης του συμπαγούς και τσιμπημένου Rock 'NRoll, ίσως να λατρέψει και το “Silent Reign Of Heroes”, αλλά παρακαλώ, αρχίστε πρώτα από τα παλιά τους. Αρχικά κυκλοφόρησε σε CD το 1998, ενώ, σε διπλό βινύλιο το 2009, με την extra προσθήκη των “Whiskey Man” και “One Man's Pleasure” ως bonus tracks.

 

KINGDOM OF XII

(October 2000)

SIDE I: “Heart Of The USA”, “Cornbread Mafia”, “One Last Ride”.

SIDE II: “Why Won't You Take Me Home”, “Turn My Back On Yesterday”, “Gypsy Trail”, “White Lightning”.

SIDE III: “Tumbling Dice”, “Angel In Dixie”, “Kickstart To Freedom”.

SIDE IV: “Dreams Of Life”, “Edge Of Sundown”, “Bounty Hunter (bonus track)”.

GROUP: Phil McCormack – Vocals, Bobby Ingram – Guitar, Bryan Bassett – Guitar, Andy McKinney – Bass, Sean Sannon – Drums & John Galvin – Keyboards.

Το “Kingdom Of XII” είναι ένα ακόμη album του group. Οι σκοτεινοί τόνοι του προκατόχου του έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί, αντικαταστάθηκαν από αναφορές για το “Volunteer Jam Tour” και το “Sturgis Motorcycle Rally”, όπου έλαβαν μέρος. Υπάρχουν όμως τραγούδια και για το Vietnam, καθώς και αναδρομή στην παιδική ηλικία, αλλά γενικά έχουμε κάτι θετικό. Οι Molly Hatchet, είναι ένα από εκείνα τα συγκροτήματα που τα ακούω από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, περίπου χωρίς να τους ξεχάσω ή να τους παρατήσω, στην πορεία των χρόνων. Πάντα περίμενα με αγωνία τα καινούργια τους album, αλλά μετά το τελευταίο τους reunion στα 1996, δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποιούσαν μουσικά 100%. Και ως επί το πλείστον αρχίζω να πιστεύω ότι έβγαζαν δίσκους, απλά γιατί έπρεπε να τους κυκλοφορήσουν. Φυσικά και δεν πιστεύω ότι αυτά τα τελευταία 28 χρόνια, τα album τους είναι κάτι το κλασικό ή οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι απλά καλά συμπαγές albums, αν σας αρέσει αυτό το είδος του σκληρού Νότιου Rock. Αν και μου φαίνεται ότι θα εξακολουθώ να αγοράζω ότι καινούργιο album βγάζουν. Το opening song του “Kingdom Of XII”, σίγουρα δεν είναι ένα κλασικό τραγούδι, καθώς είναι απλώς ένα γενικό Heavy Rock song, αλλά σίγουρα σε κάνει να θέλεις να το ακούσεις. Τα κυριότερα σημεία αυτού του album είναι τα… “Cornbread Mafia”, “Why Don't You Take Me Home” με το ωραίο του πιάνο και τα “Dreams Of Life” και “Edge of Sundown”, που είναι και τα δύο επικά με πάνω από επτά λεπτά το καθένα σε διάρκεια. Τα υπόλοιπα είναι αρκετά τυπικά Hatchet τραγούδια, αλλά το album περιλαμβάνει επίσης, μια διασκευή των Rolling Stones στο “Tumbling Dice”. Συνολικά, είναι ένα αρκετά αξιοπρεπές album, τηρουμένων των αναλογιών και αξίζει να το ακούσετε, έστω και μια φορά, αυτοί οι τύποι απλώς συνεχίζουν να υπάρχουν, σε πείσμα των καιρών. Παίζουν καλό σκληρό Νότιο Blues Rock, όπως το κάνουν εδώ και πολλά χρόνια, σ’ ένα ιδιότυπο δικό τους μουσικό υπόβαθρο. Η ποιότητα των ηχογραφήσεων τους, φυσικά και δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο με τα χρόνια, ακόμα και με όλες αυτές τις αλλαγές που έχουν γίνει στο συγκρότημα. Οπότε λοιπόν, ξέρετε ότι όταν παίρνετε ένα νέο album από αυτό το συγκρότημα, το μουσικό τους μοτίβο είναι ίδιο και απαράλλακτο… Ρίξτε λοιπόν ένα-δυο δάχτυλα Jack Daniels στο ποτήρι σας, αφεθείτε και ροκάρετε με τούτο το Αμερικανικό-Γερμανικό στυλ Νότιο Rock. Αρχικά κυκλοφόρησε σε CD το 2000, ενώ, σε διπλό βινύλιο το 2010, με την extra προσθήκη του “Bounty Hunter” ως bonus track.

 

GREATEST HITS: RE-RECORDED

(November 2003)

CD: “Flirtin’ With Disaster”, “Bounty Hunter”, “Gator Country”, “Whiskey Man”, “Fall Of The Peacemakers”, “Satisfied Man”, “Beatin’ The Odds”, “One Man’s Pleasure”, “Big Apple”, “The Creeper”, “Jukin’ City”, “Goodbye To Love”, “Bloody Reunion”, “25th Anniversary Song”, “Epitaph/ Memories/ The Great Beyond”, “Dreams I’ll Never See”, “Boogie No More”.

GROUP: Phil McCormack – Vocals, Bobby Ingram – Guitar, Russ Maxwell – Guitar, J.J. Strickland – Bass, Shawn Beamer – Drums & John Galvin – Keyboards.

Το βραβείο για το καλύτερο συγκρότημα στην μίμηση των Molly Hatchet, είναι βεβαίως-βεβαίως οι ίδιοι οι… Molly Hatchet. Σε αυτήν την 25η επέτειο του group, έγινε η επανηχογράφηση των μεγαλύτερων επιτυχιών τους ως συγκρότημα και των καλύτερων τραγουδιών από κάθε album τους, από το ομώνυμο ντεμπούτο τους (1978) μέχρι το “Lightning Strikes Twice” (1989). Η τρέχουσα ενσάρκωση του συγκροτήματος, με επικεφαλής τον κιθαρίστα και παραγωγό Bobby Ingram, επανεκτελεί εκπληκτικά και πάνω απ’ όλα πιστά, το αρχικό υλικό. Αυτό που το κάνει κάπως μοναδικό είναι ότι δεν υπάρχουν αρχικά μέλη του group σε αυτό το lineup και ο τραγουδιστής Phil McCormack, μοιάζει τόσο πολύ με τον original τραγουδιστή Danny Joe Brown, που είναι σχεδόν μερικές φορές τρομακτικό. Ομολογουμένως, δεν πρόκειται για 100% επανερμηνείες των κλασικών, ούτε για  στείρες αποδόσεις. Οι μεγάλες, κιθάρες ακούγονται σαν αλυσοπρίονα, είναι άφθονες, γεμάτες, δυνατές και περήφανη φασαρία, που κάνει το Southern Rock τόσο μοναδικό στην μεθυσμένη καρδιά του. Δεδομένου, του πόσο μεγάλο μέρος της ιστορίας του Νότιου Rock & Roll, αποτελούν αυτά τα τραγούδια, είναι άδικο και αδικαιολόγητο να συγκρίνουμε αυτές τις εκδόσεις με τις αρχικές εκτελέσεις. Ο τρόπος με τον οποίο ένα album σαν αυτό υπάρχει, ειδικά όταν πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό συγκρότημα, είναι να ακούς αυτά τα τραγούδια ως διασκευές. Αλλά αυτές οι διασκευές σε αυτές τις εκδόσεις καίγονται;… Το συναίσθημα αν μη τι άλλο, είναι ότι είναι πιο εμποτισμένες με αδρεναλίνη, οι κιθάρες, όσο μεγάλες κι αν ήταν οι πρωτότυπες, είναι από ατόφιο και άγριο ξυράφι. Αυτή εδώ, είναι μια αξιόπιστη εκδοχή των παλιών τραγουδιών και οι οπαδοί του group, σίγουρα θα ενθουσιαστούν. Όμως, για όλους τους άλλους, είναι απίθανο να ενθουσιαστούν και τόσο. Το εκατό τοις εκατό του Southern Rock τροφοδοτείται με την ανατροπή του Hard Rock, οι οπαδοί του group θα το χαρούν… Αλλά από την άλλη θα είναι ένα υπέροχο Σάββατο βραδύ, παρέα μ’ ένα συγκρότημα σε live κατάσταση, για την ευχαρίστηση της ακρόασης. Αυτές οι μικρές δόσεις μουσικής κάθε φορά, είναι αρκετές για όλους εμάς.

 

WARRIORS OF THE RAINBOW BRIDGE

(May 2005)

SIDE I: “Son Of The South”, “Moonlight Dancing On A Bayou”, “I'm Ready For You”, “Roadhouse Boogie”.

SIDE II: “Time Keeps Slipping Away”, “Get In The Game”, “Flames Are Burning”.

SIDE III: “Hell Has No Fury”, “Gone In Sixty Seconds”, “Behind The Bedroom Door”.

SIDE IV: “No Stranger In The Darkness”, “Rainbow Bridge”, “Gator Country (bonus track)”.

GROUP: Phil McCormack – Vocals, Bobby Ingram – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Tim Lindsey – Bass, Shawn Beamer – Drums & John Galvin – Keyboards.

Αυτό το album, σηματοδοτεί την επιστροφή του αρχικού κιθαρίστα Dave Hlubek στη σύνθεση του lineup και το αποτέλεσμα είναι, ένα από τα καλύτερα δισκογραφικά έργα, αυτής της δεύτερης περιόδου του συγκροτήματος. Ο άλλος κιθαρίστας του group, Bobby Ingram, έχασε τη σύζυγο του το 2004 και το ομότιτλο τραγουδι είναι φόρος τιμής σε αυτήν. Αλλά και τα άλλα τραγούδια είναι μέσα σ’ ένα υπέροχο Νότιο Ηeavy Μetal vibe, που κάνει τη μουσική άλλων groups να ακούγεται, σαν νανουρίσματα για νεογέννητα. Το γεγονός ότι τα μέλη των Molly Hatchet, παλαιότερα και παρόντα, υποστηρίζουν αυτή τη νέα τους μουσική, καθιστά αυτό το album μια ουσιαστική αγορά. Είναι ένα από εκείνα τα συγκροτήματα που έχουν βρει πια τη θέση τους, στο σκληρό Southern Rock γίγνεσθαι εδώ και χρόνια, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει και τώρα πια είναι σε θέση να παράγουν δίσκους με παρόμοιο μουσικό υλικό κάθε φορά, για τους οπαδούς τους. Θα πρέπει να ξέρετε τι να περιμένετε τώρα, οπότε αν σας αρέσει το δικό τους σκληρό Νότιο Rock στυλ, τότε σίγουρα αυτό είναι το συγκρότημα σας. Εδώ, είναι η πιο βαριά Heavy Metal πλευρά των Molly Hatchet, υπάρχουν πολλά και καλά τραγούδια, αλλά ο ήχος δεν είναι και τόσο υπέροχος όσο συνήθως. Οι κιθάρες δεν είναι καθόλου αδύναμες, αν και τα drums ακούγονται με κάποιον απαίσιο τρόπο… Θα μπορούσε να ήταν ένα εξαιρετικό album, αλλά σε σύγκριση με την πρώιμη δισκογραφική δουλειά τους, αυτό ακούγεται κάπως ερασιτεχνικό. Οι ρυθμοί είναι επαναλαμβανόμενοι, στο γνωστό μοτίβο των τελευταίων δίσκων, σαν copy paste και ο τραγουδιστής φαίνεται σαν ο μεθυσμένος με δυνατή φωνή, που βρήκαν στο Jacksonville… Ωστόσο, υπάρχουν μερικά καλά μουσικά θέματα στα“Son Of The South”, “I'm Ready For You”, “Roadhouse Boogie”, “Flames Are Burning” και “Rainbow Bridge”. Προσωπικά, περίμενα πολλά περισσότερα πράγματα, από την επιστροφή του Dave Hlubek στο group. Αρχικά κυκλοφόρησε σε CD το 2005, ενώ, σε διπλό βινύλιο το 2010, με την extra προσθήκη του “ Gator Country” ως bonus track.

 

SOUTHERN ROCK MASTERS

(April 2008)

CD: “Sharp Dressed Man”, “The Boys Are Back In Town”, “Desperado”, “Bad To The Bone”, “Dreams I'll Never See”, “Melissa”, “Mississippi Queen”, “Tequila Sunrise”, “Tumbling Dice”, “Wild Horses”, “Whiskey Man” (live), “Beatin' The Odds” (live), “Flirtin' With Disaster” (live).

GROUP: Phil McCormack – Vocals, Bobby Ingram – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Tim Lindsey – Bass, Shawn Beamer – Drums & John Galvin – Keyboards.

Το βραβείο για το καλύτερο συγκρότημα στην μίμηση των Molly Hatchet, ήταν για το 2003 βεβαίως-βεβαίως ίδιοι οι… Molly Hatchet. Αλλά και για το 2008, εκ νέου το παίρνουν και ως μιμητές άλλων συγκροτημάτων. Τι σπατάλη χρόνου και χρημάτων, αν και είναι ακόμη ένα από τα μεγαλύτερα Νότια Rock συγκροτήματα, ειδικά live, αυτός όμως ο δίσκος είναι εντελώς αντίθετος από αυτό που περιμένουμε και συνήθως παίρνουμε από αυτούς. Τελικά τα τελευταία τους albums και χωλαίνουν και είναι βαρετά. Δεν βλέπω κανένα απολύτως νόημα, γιατί να προσπαθήσουν να κάνουν τις όποιες διασκευές όπως ήταν και οι αρχικές, χωρίς καμία παραπάνω ας πούμε ιδέα;… Για παράδειγμα, το “Penthouse Pauper” στο “Beatin' The Odds”, ήταν μια εξαιρετική διασκευή, επειδή έχει πολύ περισσότερη δύναμη και φρενίτιδα, που βασίζεται στην κιθάρα από την αρχική έκδοση, δηλαδή το κάνουν να ακούγεται σαν να είναι μια δική τους μελωδία. Αλλά το “Southern Rock Το Masters”, δεν έχει τίποτα τέτοιο, παρά από κακές διασκευές που μοιάζουν με αντίγραφα με ανέμπνευστη κυρίως συμπεριφορά. Δυστυχώς, κανένα από τα τραγούδια δεν ακούγεται καλό, ακόμα και τα live τραγούδια των Molly Hatchet, είναι μέτρια έως και κακά. Αυτό συμβαίνει όταν σ’ ένα συγκρότημα έχει μείνει μόνο ένα αρχικό μέλος και δεν είναι αυτό που κάνει πια κουμάντο, αλλά και ο τραγουδιστής μου ακούγεται για πρώτη φορά κακός, καθώς η φωνή του δεν ταιριάζει, τουλάχιστον σε απαλές μπαλάντες. Αν και η επιλογή των τραγουδιών είναι καλή, χωλαίνουν στην εκτέλεση, θεωρώ ότι έγιναν έτσι απλά για να γίνουν. Μερικά συγκροτήματα απλά δεν μπορούν να τα παρατήσουν και όταν δεν μπορούν, έρχεται αυτό. Ως επί το πλείστον, από την μέσα της δεκαετίας του 1990, εχουν εκδώσει έναν ή δύο studio δίσκους, αλλά οι περισσότερες από τις κυκλοφορίες τους ήταν live ή ανασυσκευασμένο υλικό. Αυτή η συλλογή διασκευών από ένα συγκρότημα που περιέχει ένα αρχικό μέλος τον κιθαρίστα Dave Hlubek, μοιάζει σαν μια απέλπιδα προσπάθεια να υπάρξει κάτι νέο στο τραπέζι του merchandising. Μα γιατί να κάνουν αυτό το θλιβερό κεφάλαιο στη ιστορία τους;… η μακρά κάθοδο στη λήθη στην ιστορία τους.

 

JUSTICE

(May 2010)

CD: “Been To Heaven Been To Hell”, “Safe In My Skin”, “Deep Water”, “American Pride”, “Gonna Live 'Til I Die”, “Fly On Wings Of Angels (Somer's Song)”, “As Heaven Is Forever”, “Tomorrows And Forevers”, “Vengeance”, “In The Darkness Of The Light”, “Justice”.

GROUP: Phil McCormack – Vocals, Bobby Ingram – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Tim Lindsey – Bass, Shawn Beamer – Drums & John Galvin – Keyboards.

Δυστυχώς, η τραγωδία συνεχίζεται, χωρίς κανέναν μουσικό θρίαμβο, όλοι πίστευαν ότι μετά το “Warriors Of The Rainbow Bridge”, αυτό θα ήταν ένα καλό album από τους Molly Hatchet, αλλά όχι δεν είναι…  Το “Justice”, ως στιχουργική θεματολογία, εμπνεύστηκε από την εξαφάνιση ενός παιδιού στη γενέτειρα τους, στο Jacksonville της Florida. Έτσι οι στίχοι εστιάζουν στις παραδοσιακές αξίες της υπερηφάνειας για την περιοχή καταγωγής κάποιου και της διόρθωσης των αδικημάτων. Μόνο για αυτό το λόγο, τούτο το CD, οπωσδήποτε δεν πρέπει να το προσπεράσετε. Να λοιπόν η τελευταία τους κυκλοφορία, όταν διάβασα τους τίτλους των τραγουδιών, είπα εντάξει κάτι καλό θα βγει. Λοιπόν, όταν το άκουσα ημουν απίστευτα απογοητευμένος, είναι δύσκολο να συνεχίσεις να δίνεις ευκαιρίες σ’ ένα album μόνο από τους τίτλους των τραγουδιών. Δυστυχώς, τα… “Deep Water” ή το “Fly On Wings Of Angels”, πρέπει ίσως να είναι από τα χειρότερα τραγούδια τους που έχω ακούσει ποτέ. Φυσικά, μερικά από αυτά είναι κάπως καλύτερα από τα υπόλοιπα, αλλά κανένα δεν ξεχωρίζει και στην καλύτερη περίπτωση θα βρεθείτε στην θέση, να περιμένετε υπομονετικά το CD σας να πάει στο επόμενο song, ελπίζοντας ότι θα είναι καλύτερο από αυτό που αντέξατε μεχρι στιγμης. Τα “Been To Heaven Been To Hell” και “American Pride” είναι αποδεκτά, τα υπόλοιπα μπορούν να παραβλεφθούν με ασφάλεια. Είναι λυπηρό να το λες πραγματικά αυτό, ειδικά όταν σκέφτεσαι αυτό το σπουδαίο συγκρότημα του αγαπημένου μου Southern Rock. Οι Molly Hatchet, άρχισαν να ακολουθούν τον ίδιο δρόμο με τους Lynyrd Skynyrd, κάτι που τους οδήγησε τελικά στη λήθη, πολλοί θα αντιρρήσουν ότι αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο και πάντα έτσι γίνεται τελικά. Αλλά πίστευα ότι απλώς αναπολούσαν τις παλιές μέρες και ότι είχαν κάτι ακόμη να μας δώσουν, ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω ότι αρχίζω να συμφωνώ ότι οι Hatchet, έχουν τελειώσει, οριστικά… Το “Justice”, είναι ένα αρκετά τυπικό Νότιο Rock album, με αδιάκριτα φωνητικά και όχι τόσα πολλά πιασάρικα κιθαριστικά riffs, έχει μια βαριά σκιά από AOR με Νότια επιρροή. Το παίξιμο της κιθάρας ναι είναι υποδειγματικό, αλλά δεν σου μένουν τα solos στο μυαλό. Κύριοι, Bobby Ingram και Dave Hlubek, πού είναι ο γνωστός σας Νότιος ήχος; εγκληματική δουλειά για άλλη μια φορά. Δεν είναι ότι τυχαίο ότι από τότε (2010) μέχρι και σήμερα (2024), δεν έχει υπάρξει κάποιο νέο studio album. Το group αναλώνεται πια μόνον σε συναυλίες και κυκλοφορίες αρχικού υλικού, έτσι για την σύνταξη τους…

BONUS

DOUBLE TROUBLE LIVE

(November 1985)

SIDE I: “Whiskey Man”, “Bounty Hunter”, “Gator Country”, “Flirtin’ With Disaster”.

SIDE II: “Stone In Your Heart”, “Satisfied Man”, “Bloody Reunion”, “Boogie No More”.

SIDE III: “Freebird”, “Walk On The Side Of The Angels”, “Walk With You”.

SIDE IV: “Dreams I’ll Never See”, “Edge Of Sundown”, “Fall Of The Peacemakers”, “Beatin’ The Odds”.

GROUP: Danny Joe Brown – Vocals, Dave Hlubek – Guitar, Duane Roland – Guitar, Riff West – Bass, Bruce Crump – Drums and John Galvin – Keyboards.

Όταν εμφανίστηκαν οι Molly Hatchet, έδειξαν να διεκδικούν το στέμμα του Νότου, μετά τον αποδεκατισμό των Lynyrd Skynyrd. Όπως οι Skynyrd και πολλά άλλα Νότια σχήματα, έτσι και οι Hatchet ξεκίνησαν από το Jacksonville της Florida, το 1975, αν και ουσιαστικά πρωτάρχισαν από το 1971, με την συνεργασία των κιθαριστών Dave Hlubeck και Steve Holland. Πήραν το όνομα Molly Hatchet από την ιστορία μιας κοπέλας (πόρνη), που ζούσε στο Salem τον 17ο αιώνα και έμεινε γνωστή σαν AbigailHatchet Molly”, γιατί αποκεφάλιζε τους εραστές της μ' ένα τσεκούρι, μετά την ερωτική πράξη. Το ίδιο εργαλείο χρησιμοποίησε και η Lizzie Borden, που έγινε εξ’ ίσου διάσημη. Οι Hatchet πήραν τον drummer Bruce Crump και τον μπασίστα Barner Tomas το 1975, ενώ, ο τραγουδιστής Danny Joe Brown ήρθε από τους Rum Creek. Τελευταίος ήρθε ο κιθαρίστας Duanne Roland. Και το συγκρότημα, έπειτα από τη συσσώρευση υλικού και το σχετικό δέσιμο, άρχισε τις συνοικιακές συναυλίες, με τις οποίες ασχολήθηκε ως το 1977, που υπέγραψε με την Epic. Το πρώτο ομώνυμο και πολύ καλό album τους, βγήκε σε κυκλοφορία ένα χρόνο αργότερα και πούλησε 900.000 αντίτυπα και έγινε πλατινένιο. Ενώ το δεύτερο, “FlirtinWith Disaster” του ’79, έγινε διπλά πλατινένιο. Η περίπτωση τους, απέδειξε ότι ποιότητα και επιτυχία μπορούν να συνυπάρξουν στο Νότο, πράγμα βέβαια, που είχε αποδειχτεί και από άλλα ανάλογα South συγκροτήματα, όπως οι… Lynyrd Skynyrd, Blackfoot, Allman Rothers Band, Atlanta Rhythm Section, κ.ά. Μετά από 250 περίπου ζωντανές εμφανίσεις, ο τραγουδιστής Danny Joe Brown, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το συγκρότημα, γιατί υπέφερε από διαβήτη και οι περιοδείες τον είχαν καταβάλει. Αντικαταστάθηκε από τον Jimmy Farrar για δύο δίσκους, ο Farrar τελικά έφυγε από το συγκρότημα εξαιτίας των διαφωνιών του με τα υπόλοιπα μέλη. Το 1981 ξαναγυρίζει ο Danny Joe Brown, που στο διάστημα αυτό είχε κυκλοφορήσει ένα προσωπικό δίσκο και ήταν καλύτερα στην υγεία του. Ο δίσκος αυτός είναι μια από τις καλύτερες, ζωντανά ηχογραφημένες ανθολογίες του σκληρού Νότου. Με εξαίρεση ελάχιστες στιγμές μια παρακμιακής light περιόδου που μεσολάβησε μέχρι την ηχογράφηση αυτού του διπλού live, όλα τα τραγούδια είναι δυναμίτες… “Bounty Hunter”, “Boogie No More” και άλλες δόξες του παρελθόντος παρελαύνουν διαδοχικά εδώ, όμως νομίζω, ότι η απουσία του “CheatinWoman” είναι μεγάλη παράληψη και αποτελεί ένα μείον στη γενική αρτιότητα του “Double Trouble Live”. Σίγουρα οι Hatchet, παρ’ όλα που δεν ήταν οι γνησιότεροι στο Southern Rock (δηλαδή Νότιο κλασικό ήχο), ήταν όμως παντοδύναμοι και έδωσαν μια νέα σκληρή πνοή στο χώρο, που ίσως να είχε ατονήσει πριν της ώρας του, αν δεν υπήρχε το Hard Rock αίμα μέσα του, με τους Molly Hatchet, τους Blackfoot, ή τους 38 Special, κλπ. Η μεθυστική φωνή του Danny Joe Brown και ο διπλός καθαριστικός συναγωνισμός σπάνε κόκκαλα σ’ αυτό το ζωντανό δίσκο, που χάρισαν στο κόσμο του Νότου, τον έστω διαφοροποιημένο κάπως λόγο εποχής και μόνο. Κατά τα’ άλλα, έχουμε μια άψογη ενορχήστρωση, έξυπνα διασκευασμένα μακρόσυρτα solos και έντονη συμμετοχή του κοινού. Κλασικό, Νότιο, σκληρό, μεγάλο live, με guest star μια καυτή διασκευή του “Free Bird” των Lynyrd Skynyrd, καθώς και άλλες παλιές, καλά διασκευασμένες Νότιες συνθέσεις όπως το “Dreams Ill Never See” του Gregg Allman, ή τα “Walks On The Side Of The Angels” και “Walk With You”.

 

LIVE AT AGORA BALLROOM ATLANTA, 1979
(2000)

SIDE I: “Bounty Hunter”, “Let The Good Times Roll”, “Gator Country”, “The Creeper”.

SIDE II: “T For Texas”, “Big Apple”, “Dreams I´ll Never See”.

SIDE III: “Trust Your Old Friend”, “The Harp Jam”.

SIDE IV: “One Man´s Pleasure”, “Crossroads”, “Boogie No More”.

GROUP: Danny Joe Brown – Vocals, Duane Roland – Guitar, Dave Hlubek – Guitar, Steve Holland – Guitar, Banner Thomas – Bass & Bruce Crump – Drums.

Υποστηριζόμενοι από μια κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας επίθεση από τρεις κιθάρες, οι Molly Hatchet αιωρήθηκαν δυνατά πάνω τη σκηνή. Το ντεμπούτο LP τους επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Lynyrd Skynyrd, τους Allman Brothers Band και τους Outlaws. Ζωντανά ηχογραφημένο τούτο το album στο “Agora Ballroom Atlanta”, της Georgia στις 20 Απριλίου του 1979, απαθανατίζει τον πανίσχυρο ηχο του group, με πολύ ένταση επανω στη σκηνή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η επίδειξη δύναμης του συγκροτήματος, οπλισμένοι και έτοιμοι για όλα, με τις έξι χορδές των Dave Hlubek, Steve Holland και Duane Roland, οι τρεις δάσκαλοι της Νότιας κιθάρας, κάνουν τα solo τους συνέχεια σε όλη τη διάρκεια του live. Ενώ, ο Brown παραδίδει μαθήματα φωνητικών με απόλυτη αυτοπεποίθηση πίσω από το μικρόφωνο. Η ηχογράφηση της συναυλίας, βγήκε μετά από πολλά χρόνια και αυτό το ηχητικό ντοκουμέντο,  είναι προς τέρψιν όλων εμάς των διψασμένων οπαδών του γνήσιου και ανόθευτου Southern Rock. Τούτο το live album, είναι φτιαγμένο με το ακατέργαστο κίνητρο της στιγμής, με απίστευτο Rock 'N' Whiskey που πίνει Boogie. Με το “Bounty Hunter”, να δείχνει τον σκληρό δρόμο από την αρχή, το ξέγνοιαστο “Let The Good Times Roll” κυνηγά το φιλόδοξο opening song, ενώ, το εντυπωσιακό “Gator Country”, ανεβάζει κατά πολύ την ένταση. Οι διασκευές αναμειγνύονται μεσα στο smokin' set, το οποίο περιλαμβάνει τα εμπνευσμένα “Dreams (I'll Never See)”, “T. For Texas” και το “Crossroads”, ενώ, το μακροσκελές “Boogie No More”, κλείνει το show με μοναδική φασαρία. Μια live ηχογράφηση από τις παλιές μέρες της δόξας τους, γεμάτη τεστοστερόνη, τότε ήταν ένα εξαιρετικό live συγκρότημα και οι συναυλίες τους ήταν απόλυτα ηλεκτρικές, όπως φαίνεται και μετά από την ακρόαση αυτής της ηχογράφησης. Όλα τα good-ol-boy groups, που προέκυψαν από την έκρηξη του Southern Rock στη δεκαετίας του 1970, πιθανώς ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα που έχει ξεχάσει η ιστορία, να είναι οι Molly Hatchet. Τωρα ολοι, μπορούν να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο και να προσπαθήσουν να ανακαλύψουν ξανά τη σπίθα που έκανε αυτούς τους τύπους, ως κάτι ξεχωριστό τότε. Όπως πολλές live συναυλίες, ομολογουμένως και το “Live At The Agora Ballroom” γίνεται καλύτερο όσο περισσότερο το ακούτε, ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Hatchet, δεν είναι ένα συγκρότημα στο οποίο θα κάνετε μόνον μια πρόχειρη ακρόαση. Πρέπει να επιτρέψετε στον εαυτό σας, να παρασυρθεί από τη μουσική και τα grooves που δημιουργούν, το ταξίδι είναι θυελλώδες. Το μόνο πραγματικό μειονέκτημα για το “Live At The Agora Ballroom”, είναι ότι αμφιβάλω αν αυτός ο δίσκος θα κερδίσει και θα φέρει στο συγκρότημα, νέα φουρνιά από οπαδούς. Για εκείνους όμως τους οπαδούς, που ακολούθησαν το συγκρότημα στα πρώτα του χρόνια, αυτός ο δίσκος θα έπρεπε να είναι σαν το Μάννα εξ ουρανού. Σίγουρα, είχαν το μερίδιο τους και τα φώτα της δημοσιότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στην δεκαετια του 1980, αλλά καθώς, περνούσε ο καιρός και τα ρεύματα της Southern Rock μουσικής γύριζαν διαρκώς στη μεταβαλλόμενη μουσική πορεία. Το συγκρότημα φαινόταν να σβήνει γρήγορα από το παρασκήνιο, φυσικά, υπήρχαν όλο αυτό το διάστημα, παλεύοντας για την αναγνώριση ανάμεσα στη γεμάτη από συγκροτήματα Rock σκηνή.

Επισήμανση: Η παρουσίαση των δίσκων, έγινε κατόπιν ακρόασης στο φυσικό τους προϊόν (LP ή CD) και όχι σε mp3, digital, download και λοιπές αηδίες, που μας (σας) γεμίζουν με αέρα κοπανιστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: