ΗΑRD ROCK - HEAVY METAL & SOUTHERN ROCK

ΗΑRD ROCK - HEAVY METAL & SOUTHERN ROCK
Πρέπει να ξέρετε ότι τα πραγματικά γνήσια καλά συγκροτήματα δεν ήταν λίγα, φαίνονται όμως λίγα μπροστά στις λεγεώνες των άχρηστων, καταστροφικών για την μουσική συγκροτημάτων. Υπήρχαν και θα υπάρχουν συγκροτήματα που φτιάχνουν προσωπικότητες αλλά και άλλα που τις χαλάνε, σκοπός μου θα είναι η θύμηση και η αναφορά φυσικά μόνο των πρώτων. Πάντως, θα ήθελα από εσάς να μην εκτιμήσετε την όποια δική μου προσφορά εδώ, αλλά μόνον την τεράστια προσφορά των συγκροτημάτων που παρουσιάζονται σε τούτο εδώ το blog. Μην ψάχνετε για συγκροτηματάκια της σειράς που ιδρώνουν, ή αγκομαχούν για να ακουστούν, μην ψάχνετε για τυποποιημένα μουσικά σχήματα. Δυστυχώς βγαίνουν-υπάρχουν πάρα πολλά σχήματα, που δεν λένε μουσικά, απολύτως τίποτα και τ' ανεχόμαστε μόνο και μόνο επειδή απλά υπάρχουν… Να λατρεύετε κ' να αγαπάτε το βαρύ σκληρό ήχο των 70’s και των 80’s, το τέλειο στο HΑRD ROCK, το απολύτως γνήσιο στο HEAVY METAL και τον ανόθευτο κλασικό ήχο στο SOUTHERΝ ROCK...

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

 


TED NUGENT

FREE FOR ALL

1976

(Epic)

 

SIDE I: “Free-For-All”, “Dog Eat Dog”, “Writing On The Wall”, “Turn It Up”.

SIDE II: “Together”, “Street Rats”, “Hammerdown”, “Light My Way”, “I Love You So I Told You A Lie”.

 

GROUP: Ted Nugent – Vocals/ Guitar, Derek St. Holmes – Vocals / Guitar, Rob Grange – Bass, Cliff Davies – Drums and Steve McRay – Keyboards.

Produced by Tom Werman and Lew Futterman.

 

Ο Βασιλιάς της έντασης και της βιαιότητας, ο Ted Nugent έδωσε αν μη τι άλλο τσαμπουκά στο Hard Rock, στην δεκαετία του ’70. Ο εκκεντρικός αυτός κιθαρίστας, showman και ελαφοκυνηγός, γεννήθηκε στο Detroit (Michigan), όταν το ημερολόγιο έγραφε 13 Δεκεμβρίου 1948, πλήρες όνομα Theodore Anthony "Ted" Nugent. Από το 1964 έως το 1981 έπαιζε με μια ηλεκτροακουστική Gibson, η οποία είναι κατάλληλη μόνο για Jazz αφού παίζεται μόνο σε χαμηλή ένταση. Αν δυναμώσεις την ένταση σ’ αυτήν την κιθάρα, θα χαθείς σ’ έναν ωκεανό ανάδρασης και αντήχησης. Επειδή το σώμα αυτής της κιθάρας είναι κούφιο, κάνει τόσο εύκολα feedback που σε δυνατή ένταση είναι εντελώς ανεξέλεγκτη και κατά συνέπεια άχρηστη. Ο Ted  όμως, κυρίες και κύριοι, καταφέρνει να τη χειρίζεται και μάλιστα τέλεια, κάτι που όποιος παίζει κιθάρα και γνωρίζει, καταλαβαίνει ότι είναι ακατόρθωτο. Και εδώ δεν μιλάμε για δυνατή ένταση, μιλάμε για εξωφρενικά επίπεδα έντασης και δύναμης ήχου. Δυνατός, εγωκεντρικός, πονηρός, άγριο θηρίο αλλά και ανθρώπινη ύπαρξη, συχνά εγκαταλείπει τη σκηνή για να χαθεί μέσα στα δάση και να κυνηγήσει. Δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα, τους Amboy Dukes, ενώ ήταν ακόμα στο σχολείο. Ηχογράφησε τον πρώτο του solo δίσκο, με τίτλο “Ted Nugent” στα ’75 και οι πωλήσεις ανέβαιναν ραγδαία καθώς, έκανε εκτεταμένες περιοδείες στην Αμερική. Ποιος είδε τον θεό και δεν το φοβήθηκε;… Motor City Madman ή αγριάνθρωπου του Detroit ή απλά Ted Nugent. Ο Ted οδήγησε με τη δυναμική του, το δυνατό ομώνυμο solo LP του, αλλά με την κυκλοφορία του “Free For All”, έφτασε σε άλλα επίπεδα. Το ’76 περιλάμβανε επίσης, πληθώρα σκληρών Rock albums της Hard Rock μουσικής, τα οποία περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τους Aerosmith, τους Led Zeppelin, τους Rainbow, τους KISS, τους Thin Lizzy. Παρά τον σκληρό ανταγωνισμό, ο Motor City Madman αντεπιτέθηκε με το εξαγριωμένο, δεύτερο προσωπικό του album, (μετά τους Amboy Dukes). Το “Free For All”, είναι πράγματι το πλέον ξεχωριστό album του Ted, τόσο από πλευράς ήχου, όσο και από πλευράς συνθέσεων. Ένα άλλο ατού αυτού του δίσκου, είναι η παρουσία του Meat Loaf, που κυριολεκτικά στολίζει με την φωνή του, τα τραγούδια “Hammerdown”, “Together” και “Dog Eat Dog”, που είναι τα καλύτερα του δίσκου. Στο “Hammerdown”, ο θείος Ted μας δίνει μια γεύση από το “Scream Dream” που κυκλοφόρησε πολλά χρόνια αργότερα και αποδεικνύει ότι εκτός από Southern, ψυχεδελικό και γενικά Αμερικανικό Hard Rock, κατέχει τέλεια και το Βρετανικό ύφος του Heavy Metal. Βέβαια η συντριπτική πλειοψηφία των συνθέσεων του Ted, φανερώνουν μια νοοτροπία ενός σκληροτράχηλου Rocker που είναι γεννημένος για τα έφορα λιβάδια, για την περιπέτεια και για το κυνήγι, που άλλωστε είναι και οι μεγαλύτερες αδυναμίες του Nugent, μετά την κιθάρα του, (μακάρι, δηλαδή, να αγαπούσε τη φύση όσο και την κιθάρα του). Όπως και να έχει το πράγμα, ο Ted είναι ένας γνησιότατος και super αυθόρμητος μουσικός (και δυστυχώς, για τα άγρια ζώα, καλός κυνηγός). Όλη του η πορεία από τα δέκα του χρόνια με τους Royal High Boys, αργότερα με τους Lords και τους ανεπανάληπτους Amboy Dukes μέχρι σήμερα, αποδεικνύει ακριβώς «του λόγου το αληθές». Θα μπορούσα να σας πω ότι το “Free For All”, είναι απλά και μόνο ένα album του Ted Nugent, χωρίς επεξηγηματικά σχόλια. Όμως η συνεργασία με τον Meat Loaf και η πρώτη ενατένιση νέων δρόμων, κάνουν τον δίσκο να αξίζει. Το Together”, ας πούμε, είναι μια εξεταστική κατάσταση και όχι μόνον ένα καλό τραγούδι. Το album αυτό δεν θεωρείται σπάνιο και θα μπορούσατε να το πάρετε αν δεν το έχετε κάνει ήδη. Το slogan του εκείνο τον καιρό, ήταν το περίφημο “If Its too loud, youre too old” (μετάφραση «Αν το βρίσκεις πολύ δυνατό, είσαι πολύ γέρος»), όπως όμως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο ίδιος φορούσε ωτοασπίδες στις συναυλίες του. Στα παλιά καλά 70’s, έβγαινες από τις συναυλίες του και τα αυτιά σου αιμορραγούσαν. Αν ήσουν τυχερός μπορεί να πάθαινες διάσειση, δυστυχώς εκείνα τα χρόνια πέρασαν, ακόμα και αυτός ο βάρβαρος Βασιλιάς του υπερβολικού θορύβου, ησύχασε κάπως. Έχει τα κότσια να παίζει κιθάρα μ’ έναν απίθανο τρόπο, όσο καλά, γρήγορα και μελωδικά μπορεί να θέλει κάποιος κιθαρίστας. Ο Nugent ως κιθαρίστας έχει ενδιαφέρον, είναι πολύ γνωστός, αλλά ποιος έχει ακούσει πραγματικά την μουσική του… υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ της φήμης του και του είδους της μουσικής που έπαιζε. Δεν είναι έξυπνο ή εξαιρετικά περίπλοκο ή οτιδήποτε άλλο, αλλά πολλά από τα πράγματα εδώ στο “Free For All”, δεν είναι πραγματικά τόσο RockNRoll, ούτε Boogie ή Blues ή κάτι τέτοιο, πολλά του riff μοιάζουν πραγματικά περισσότερο με Judas Priest ή με πρώιμους Motorhead, από ότι θα περίμενε κανείς. Το στυλ της κιθάρας του είναι μοναδικό, όχι και τόσο με την έννοια ότι είναι μάστορας της μελωδίας ή του πιο τεχνικού παιξίματος, αλλά περισσότερο με την έννοια ότι είναι πραγματικά πολύ καλός στο να τα αποφεύγει όλα αυτά και είναι εντυπωσιακός στην κιθαριστική επίδειξη. Η guest παρουσία του Meat Loaf είναι μια αμφιλεγόμενη λεπτομέρεια από πολλούς, είναι πολύ κακός για αυτό το έργο ή πολύ καλός για αυτό; Δύσκολο να πω, λειτουργεί αρκετά καλά όμως. Το βαρύ “Writing On The Wall”, είναι το αποκορύφωμα εδώ, μαζί με το “Hammerdown” είναι τα μεγαλύτερα highlights του album. Δεν είναι ένα δισκογραφικό έργο ιδιοφυΐας, αλλά είναι πραγματικά πολύ βαρύ για το 1976 και διαθέτει μερικά από τα καλύτερα κιθαριστικά παραδείγματα εδώ, του στυλ του Nugent. Το LP είναι γεμάτο από σφιχτά, συμπαγή Hard Rock πετραδια και γεμάτο από τις βαριές κιθάρες του, που γρυλίζουν με μανία. Μόνο η έλλειψη ενός επικού τραγουδιού, του επιπέδου του “Stranglehold” κρατά αυτό το album λίγο πιο κάτω από την κορυφή του ντεμπούτου album του, “Ted Nugent” (1975). Ο Ted οδήγησε τη δυναμική του δυνατού ομώνυμου solo LP του και με την κυκλοφορία του “Free-For-All”. Το 1976 περιλάμβανε πληθώρα από Hard Rock δίσκους, από τους Aerosmith, τους Led Zeppeling, τους Rainbow, τους KISS, παρά τον σκληρό ανταγωνισμό, ο Motor City Madman αντεπιτέθηκε με το εξαγριωμένο δεύτερο solo δίσκο του. Χωρίς να ενδώσει ποτέ, ο πάντα ανθεκτικός Nugent κράτησε τη θέση του, στο υπερβολικό σκληρό Rock 'N' Roll, της δεκαετίας του 1970. Στην πορεία των χρονών ο Ted, παρουσίασε μια σειρά επιτυχημένων δίσκων, ανάμεσα τους και το “Cat Scratch Fever”, όμως σιγά-σιγά οι πωλήσεις άρχισαν, να πέφτουν κάπου προς το τέλος τις δεκαετίας του 1980. Το 1990 ο Ted επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο, δημιουργώντας ένα νέο, επιτυχημένο συγκρότημα με τον ταιριαστό όνομα Damn Yankees και με την συμμετοχή βετεράνων (όπως ο ίδιος) μουσικών. Κάποια άλλη φορά σας υπόσχομαι να παρουσιάσω το “Journey To The Center Of The Mind” των Amboy Dukes, μόνο και μόνο για να αναφερθεί το τι έπαιζε κι έλεγε το 1968 ο Ted, τον καιρό που όλοι μιλούσαν για ειρήνη και αγάπη (χωρίς να θέλω να πάω κόντρα στις έννοιες αυτές). Όσο για το “Free For All”, όσοι από εσάς θεωρείτε μούχλα το γνήσιο Hard Rock, καλύτερα να ξοδέψετε το χαρτζιλίκι σας, σε ηλίθια και βλακώδες groups τύπου Death ή Black Metal.

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ TED NUGENT
SOLO

Ted Nugent [1975]
Free-For-All [1976]
Cat Scratch Fever [1977]
Weekend Warriors [1978]
Double Live Gonzo [1978]
State Of Shock [1979]
Scream Dream [1980]
Intensities In 10 Cities [1981]
Great Gonzo! Best [1981]
Nugent [1982]
Penetrator [1984]
Little Miss Dangerous [1986]
If You Can’t Lick ’Em… Lick ’Em [1988]
Out Of Control, Best [1993]
Spirit Of The Wild [1995]
Over The Top, Best [1996]
Live At Hammersmith ’79 [1997]
Super Hits [1998]
Full Bluntal Nugity [2001]
Noble Savage, Best [2001]
Craveman [2002]
The Ultimate Ted Nugent, Best [2002]
Take Two, Best [2002]
20 Hits [2003]
Take No Prisoners, Best [2003]
Decades Of Destruction, Best [2004]
Greatest Collection [2004]
Extended Versions [2005]
Motor City Madness, Best [2006]
Love Grenede [2007]
Sweden Rock [2008] 

Motor City Mayhem [2009]

Live At The Ritz, NY [2011]

Ultralive Ballisticrock [2013]

Shutup & Jam! [2014]

The Music Made Me Do It [2018]

Detroit Muscle [2022]

 


TRIVIA

Ο Ted Nugent έχει καταφέρει να έχει αρκετές επιτυχίες όλα αυτά τα χρόνια, όπως… δέκα πέντε πλατινένια albums, δέκα χρυσά, αλλά και εννέα Top.40 δίσκους, δέκα επτά Top.100 singles, πέντε Top.40 singles κι ένα Ν.1 single με τους Damn Yankees.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

 


 

FASTWAY

FASTWAY

April 1983

(CBS)

 

SIDE I: “Easy Livin'”, “Feel Me, Touch Me (Do Anything You Want)”, “All I Need Is Your Love”, “Another Day”, “Heft”.

SIDE II: “We Become One”, “Give It All You Got”, “Say What You Will”, “You Got Me Runnin'”, “Give It Some Action”.

 

FASTWAY: Dave King – Vocals, Eddie Clarke – Guitar and Jerry Shirley – Drums.

Producer by Eddie Kramer.

 

Οι Fastway σχηματίστηκαν στα 1982, από τον πρώην κιθαρίστα των Motörhead, “FastEddie Clarke και τον πρώην μπασίστα των UFO, Pete Way. Κατά τη διάρκεια της αρχικής ηχογράφησης για το ομότιτλο ντεμπούτο δίσκο τους, ο Pete Way βγήκε από το συγκρότημα για ν’ ανέβει στο τρελό τραίνο του Ozzy Osbourne. Βασικά ο Way έφυγε από το group πριν αρχίσουν καλά-καλά οι ηχογραφήσεις, απλά μια ωραία πρωία σταμάτησε να πηγαίνει στις πρόβες στο studio, τόσο απλά. Παρ' όλα αυτά, το group συνέχισε στο studio με τον session μουσικό Micky Feat στο μπάσο και να συμπληρώνει το κενό του Pete. Αλλά, το επώνυμο του Way, έμεινε για πάντα στο όνομα του group. Έτσι συγκαταλέγονται στα συγκροτήματα που είχαν κάποιο διάσημο μέλος στην σύνθεση τους, αλλά ως group πήγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε σχέση με αυτήν (ας πούμε), των Waysted, group του Pete Way. Η μόνη ομοιότητα ανάμεσα στα δύο groups, ήταν ότι και τα δύο ήταν πολύ μπροστά για την εποχή τους, γι’ αυτό άλλωστε και ποτέ δεν έπιασαν την καλή, από εμπορικής επιτυχίας. Ο Clarke ήταν πια το επίκεντρο των Fastway, η ηχογράφηση του album περιλαμβάνει ένα συμπαγές σύνολο σκληρών Rock τραγουδιών βασισμένων στο Blues και έχουν επηρεαστεί σε αξιοσημείωτο και μεγάλο βαθμό από τους Led Zeppelin. Το στυλ της φωνής του King, είναι προσαρμοσμένο κατά πολύ, στα μέτρα του Robert Plant και του Jack Russel (Great White). Ο “FastEddie, προσπάθησε να καλύψει μια ευρύτερη μουσική γκάμα μ’ αυτό το συγκρότημα, σε σχέση με το μουσικό ηχητικό φάσμα του υπερηχητικού trio, του Lemmy. Παρά, το γεγονός ότι έκοψε μεγάλο μέρος των μαλλιών του πριν ξεκινήσει το δισκογραφικό έργο του συγκροτήματος, ο Clarke εξακολουθούσε να τραβάει από την Smirnoff και την Carlsberg, την έμπνευση του. Το υπέροχο παίξιμο στα drums από τον Jerry Shirley, που πιο παλιά ήταν στους Humple Pie και τα δραματικά φωνητικά του Dave King, συνοψίζουν τον ήχο του group, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένας συνδυασμός της δύναμης των Rainbow, με την υψηλή κλάση των Led Zeppelin.

Τα δέκα τραγούδια του ομώνυμου album, καθοδηγούνται από σφιχτές συνθέσεις, που έγιναν σε παραγωγή του βετεράνου Eddie Kramer. Το super κομμάτι “Helt”, δείχνει ότι το group τα καταφέρνει πολύ καλά και χωρίς μπασίστα, τουλάχιστον στο περιβάλλον του studio. Τα πιο ξεχωριστά τραγούδια από την αχαλίνωτη ηχογράφηση του δίσκου, περιλαμβάνουν το δυνατό “We Become One”, το πολύ καλό “Say What You Will”, το καθηλωτικό “Another Day”, το επιβλητικό “Give It All You Got” και το βασικό single του δίσκου, το ζωηρό Easy Livin'”, το οποίο δεν είναι διασκευή (cover) του τραγουδιού των Uriah Heep, αλλά όλα είναι ένα άγριο σύνολο συνθέσεων. Οι Fastway αναγνωρίστηκαν ελάχιστα και ο Eddie κινήθηκε προς ένα πολύ πιο Αμερικανικό ήχο, με τα keyboards να κυριαρχούν, στα επόμενα albums του συγκροτήματος του. Τα επόμενα albums απέτυχαν να ταιριάξουν με τη συνολική ένταση και την συνέπεια της πρώτης κυκλοφορίας του group. Πράγματι, αυτή ήταν μια πολύ καλή επιστροφή, αυτού του υπέροχου κιθαρίστα, χωρίς τον οποίο, δεν φοβάμαι να το γράψω, οι Motörhead δεν θα είχαν φτάσει ποτέ εκεί που έφτασαν. Ο “Fast” Eddie αυτός ο σκοτεινός, ο ντροπαλός, ο επαγγελματίας από κάθε άποψη, μας παραδίδει εδώ, όλη την ιδιοφυΐα του ταλέντου του, είτε στο επίπεδο της καθαρής κιθαριστικής τεχνικής του, είτε ως προς την ευφυΐα που διαθέτει, για να τοποθετήσει τη μουσική του μέσα στον κόσμο του Heavy Metal. Τούτο το album έκανε αμέσως εντύπωση, ως η συνοπτική ιδέα που προσφέρουν οι Fastway. Φυσικά, πολλοί θα πουν ότι πρόκειται για μια νέα εμφάνιση των Led Zeppelin, ιδιαίτερα στιγματισμένη από την ψηλή φωνή του τραγουδιστή τους, τα ίδια είχαν πει άλλωστε κάποτε και για τους Great White. Αλλά, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα τέτοιο κι αν πρόκειται για μια νέα εμφάνιση των Zeppelin, τότε είναι ένα εξαιρετικό group της περιόδου του “Black Dog”, όπου αυτό το συγκρότημα βρήκε πραγματικά τη θέση του στο Heavy Metal σύμπαν. Εδώ, οι Fastway, ζωντανεύουν συνθέσεις μεταξύ ξέφρενης ταχύτητας και εκτελεστικής φινέτσας. Αγνοήστε αν μπορείτε, την φωνή του τραγουδιστή, (με άλλα λόγια, μην τη συγκρίνετε με του Robert Plant) και δώστε στον εαυτό σας, τα καλά τοποθετημένα κιθαριστικά riff του Eddie και τα ακριβή τύμπανα για να δώσετε έναν καλό και αξιοπρεπή χαρακτήρα, σε τούτο το ξεχασμένο 80’s album. Η μουσική του group είναι μια πιο βαριά εκδοχή του Ηard Βoogie Βlues Rock της δεκαετίας του 1970, που ενσωματώνει όμως τους ήχους των προηγούμενων συγκροτημάτων τους. Όποιος είναι εξοικειωμένος με το πρώιμο ήχο των Motörhead θα αναγνωρίσει αμέσως τα ξεχωριστά κιθαριστικά riff του Clarke που είναι αρκετά παρόμοια με ότι έπαιζε στο παλιό του συγκρότημα, όπως ας πούμε στο “Ace Of Spades”. Αν και οι Fastway έχουν διαφορετικό ήχο στις συνθέσεις τους, η νεανική ενέργεια όμως του Ιρλανδού τραγουδιστή Dave King είναι αυτό που πραγματικά ανεβάζει, το συγκρότημα σε πολύ υψηλότερο επίπεδο. Με βαριά Βluesy grooves, βαριές γραμμές μπάσου και τα ξεχωριστά παθιασμένα φωνητικά του King, απέδειξαν ότι τα 70’s ήταν ακόμα μια βιώσιμη μουσική έκφραση παρά το γεγονός ότι ο κόσμος φαινομενικά κυριευόταν τότε, από τα ηλίθια new wave και το synthpop. Η φωνή του King ανεβάζει τη μουσική τους, σε εκστατικά ύψη και το γεγονός ότι όλα τα τραγούδια ακούγονται διαφορετικά το ένα από το άλλο κάνει το album, μια αρκετά εθιστική επαναλαμβανόμενη ακρόαση. Θα έλεγα ότι το “Fastway”, ακούγεται σαν ένα υβρίδιο πρώιμων Motörhead και Led Zeppelin στα πιο βαριά τους, τούτο το album είναι κάπως ξεχασμένο, στην τεράστια χρονικά μουσική ιστορία του Heavy Metal, αλλά αξίζει να το ακούσετε. Το συγκρότημα ήταν λοιπόν, μια ενδιαφέρουσα δημιουργία της δεκαετίας του 1980, που ιδρύθηκε από δυσαρεστημένα μέλη επιτυχημένων συγκροτημάτων της δεκαετίας του 1970, που αποφάσισαν να πάνε την μουσική τους παραπέρα. Στο πρώτο του album, το group βρήκε μια απρόσμενη μικρή όμως επιτυχία, κυρίως λόγω της έντονης προβολής των video-clip του, από το MTV τα “Say What You Will”, “We Become One” και “Easy Livin’”, παιζόντουσαν πολύ συχνά από το μουσικό κανάλι.

 

ΔΙΣΚΟΓΡΦΙΑ FASTWAY

Fastway [1983]

All Fired Up [1984]

Waiting For The Roar [1986]

Trick Or Treat [1986]

On Target [1988]

Bad Bad Girls [1990]

Say What You Will: Live [1991]

On Target Reworked [1998]

The Collection [2000]

Steal The Show, Live 1983-1984 [2010]

Eat Dog Eat [2011]

 

 

TRIVIA…

Ο Edward Allan Clarke, ήταν γνωστός ως “Fast” Eddie Clarke ή πιο απλά ως “Fast” Eddie. Γεννήθηκε στις 5 Οκτωβρίου του 1950, ενώ, πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 2018, σε ηλικία 67 ετών, σε νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν για πνευμονία.